διηκοσίας

διηκοσίας
διηκοσίᾱς , διακόσιοι
two hundred
fem acc pl (epic ionic)
διηκοσίᾱς , διακόσιοι
two hundred
fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιπέμπω — Α [πέμπω]·1. στέλνω κάποιον ολόγυρα, τόν στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου», Ηρόδ.) 2. στέλνω κάποιον σε ορισμένο μέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”